(στῖχος
ἐκ τῶν ἐγκωμίων τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου)
Ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δωρίζει στὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν δυνατότητα ὑπέρβασης τῆς
τραγικότητας τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου.
Ὁ
θάνατος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ὑπαρξιακὸ πρόβλημα τοῦ
ἀνθρώπου. Πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίστηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴ λογικὴ
μὲ ποικίλους τρόπους, ἀλλὰ μὲ καμμία διέξοδο. Τοποθετήθηκε σὲ πολλὲς βάσεις,
ἀλλὰ δὲν στηρίχθηκε σὲ καμμία ὑπέρβαση. Διασκεδάστηκε μὲ ὑλιστικὴ διάθεση, ἀλλὰ
μεταβλήθηκε σὲ βαθύτερο πόνο. Θεωρήθηκε τέρμα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίστηκε
ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπεισόδιά της. Ὁ θάνατος καταπολεμήθηκε ἀλλὰ δὲν νικήθηκε.
Ἐπιχειρήθηκε ἐπιστημονικὰ ἡ καθυστέρησή του, ἀλλὰ δὲν κατορθώθηκε ἡ ἀκύρωσή
του. Ἀντιμετωπίστηκε μὲ σεβασμό, μὰ δὲν κατανοήθηκε ἡ συνέχειά του. Ὁ θάνατος
προκαλοῦσε πάντα δικαιολογημένο πόνο, ἐπειδὴ ταυτιζόταν μὲ τὴν ἀπαξίωση τοῦ
ἀνθρωπίνου προσώπου. Προσέβαλε τὴν αἰώνια ἀξία του, ἀφάνιζε τὴ μοναδικότητα τῆς
ὑπάρξεώς του, ἐνῶ διέκοπτε τὴ δυναμικὴ τῆς δημιουργίας του.
Ἡ
ἐμπειρία τοῦ θανάτου βιώθηκε στὴν ἱστορία πρωτόγνωρα, ὅταν ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς «κατῆλθε
ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», γιὰ νὰ καταλύσει τὴ βασιλεία τοῦ ἅδη. Κατῆλθε
καὶ «θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσεν» μεταγγίζοντας τὴ ζωὴ «ἐκ μνημάτων
τοὺς θανόντας ἀνιστῶν».
Ἡ
Ἐκκλησία, ἔκτοτε, μεταδίδοντας αὐτὴν τὴν καινή ἐμπειρία προτείνει στὸν ἄνθρωπο
τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκούσια μετοχὴ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ. Αὐτὴ
ὁδηγεῖ στὴν ἀθανασία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ μεταβάλλει τὸ τέλος σὲ ἀρχή, τὸ
θάνατο σὲ ἁπλὸ ἐπεισόδιο, τὴ φθορὰ σὲ ἀθανασία, τὸν πόνο σὲ χαρά, τὴν ἐλπίδα σὲ
βεβαιότητα, τὴν ἧττα σὲ νίκη.
Ἀρχιμ. Ἱερόθεος Καλογερόπουλος
Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Μεσογαίας
Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Μεσογαίας