« ... καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανὸν ... ».
(Λουκ. κδ΄ 50-51).
Μὲ
αὐτὰ τὰ περιεκτικὰ λόγια καὶ τὸ βαθύτατο πνευματικὸ περιεχόμενό τους
ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἐκτυλίχθηκε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν, ὡς ἐπίλογος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ
καὶ Διδασκάλου τους.
Ἡ Ἐκκλησία μας
αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ βιώνει καὶ τὸ ἑορτάζει ὡς τό πλήρωμα ὅλων τῶν Δεσποτικῶν
ἑορτῶν.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς
ἐπανέρχεται « ὅπου ἧν τό πρότερον »
μεταφέροντας μαζί Του πλέον τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία ἀποκαθιστᾶ στὴ πρώτη
της δόξα, ἀφοῦ προηγουμένως μὲ τὴν Ἀνάστασή Του τὴν εἶχε ἀφθαρτοποιήσει. Τὴν
ἐνθρονίζει κυριολεκτικὰ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶχε ἑνωθεῖ μαζὶ της γι’ αὐτὸν
τὸν σκοπό.
Οἱ Μαθητές χωριζόμενοι ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο, ἀποκτοῦσαν τὴν ἐμπειρία
τοῦ πληρώματος τῆς χαρᾶς καὶ τῆς οὐσιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητας μαζί Του. Καὶ
βεβαιωμένοι διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι θὰ λάβουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἔχαιραν.
Ἐμεῖς δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ καὶ πανηγυρίζουμε, διότι μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπο ὁ Χριστὸς ὁλοκλήρωσε «ὑπὲρ ἡμῶν» τήν Θεία Οἰκονομία, ἑνώνοντας τὶς
ἐπίγειες μὲ τὶς οὐράνιες ὑπάρξεις, καὶ βοώντας πρὸς αὐτὲς « Ἐγὼ εἰμὶ μεθ’ ὑμῶν καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν».
ἀρχιμ. Ἱερόθεος Καλογερόπουλος